50χρόνια πό το θάνατο του.
του Ηλία Καραγιάννη.
«Πώς είναι οι Κυριακές ενός ποδοσφαιριστή που δεν μπορεί να παίξει;»αναρωτιόταν ο Αλμπέρ Καμί στα «carnets» («σημειωματάρια») του εν τω μέσω του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
«Πλήττει τις Κυριακές από τότε που απαγορεύτηκαν οι ποδοσφαιρικοί αγώνες. Σέρνεται στους δρόμους, κλοτσάει τα χαλίκια προσπαθώντας να τα στείλει κατευθείαν στους υπονόμους. («Ένα μηδέν», λέει. Και προσθέτει ότι η ζωή είναι σκληρή). Επεμβαίνει στα παιχνίδια των παιδιών, όπου υπάρχει μπάλα. Πετάει τις γόπες και τις ξαναπιάνει με μια κλοτσιά. (Στην αρχή, φυσικά, κατόπιν τις κρατάει)».
Ο νεανικός έρωτας για το ποδόσφαιρο κόλλησε στο ασθενικό πετσί του Αλμπέρ Καμί για πολλά χρόνια. Οι αναμνήσεις του χαμένου παραδείσου τον συνόδευαν μέχρι την ακροτελεύτια ημέρα της ύπαρξης του. Την 4η Ιανουαρίου του 1960 όταν σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα και ενώ ήταν μόλις 46 ετών.Ακριβώς 50 χρόνια μετά τον θάνατο του το πνευματικό εκτόπισμα του Καμί παραμένει εντυπωσιακό. Η σκέψη του συνεχίζει να κυριαρχεί σε έναν κόσμο όπου τίποτα δεν υπογραμμίζει το κύρος του περισσότερο από τη σιωπή του.Ο αλησμόνητος «Ξένος» (link), αυτός ο φορέας της «Πανούκλας» (link), που περιέγραφε τον «Μύθο του Σίσυφου» (link), «Απ' την καλή και την ανάποδη» (link) , θα υποστήριζε στα «Γράμματα σ' ένα Γερμανό Φίλο»(link), πως η μοναδική του «Πτώση» (link), προήλθε από την αναγκαστική του απόσυρση από το ποδόσφαιρο.
Το απαρασάλευτο πάθος του για την μπάλα έχει καταγραφεί στα έργα του, όπου «ανθίζουν» αποφθέγματα όπως το: «όλα όσα γνωρίζω γύρω από την ηθική και την ευθύνη, τα έχω μάθει από το ποδόσφαιρο».
Ο «Άγιος Πέτρος», η αυστηρή γιαγιά και οι τίτλοιΗ ζωή του Αλμπέρ Καμί άλλαζε με ραγδαίο ρυθμό από τη χρονιά που γεννήθηκε, το 1913, στον μαυρισμένο και ανάπηρο εξωτισμό της Αλγερίας, που σπαρασσόταν από τη ζοφερή γαλλική αποικιοκρατία. Τον πατέρα του Λουσιάν δεν τον γνώρισε ποτέ. Επιστρατεύθηκε όταν ξέσπασε ο πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και σκοτώθηκε στη μάχη του Μάρνη το 1914. Σε συνθήκες άφατης ανέχειας η μητέρα του Καθρίν ανέθρεψε τον Αλμπέρ και τον μεγαλύτερο αδελφό του Λουσιάν (έλαβε το όνομα του πατέρα τους) δουλεύοντας ως καθαρίστρια. Σε εκείνο το ξεχαρβαλωμένο Αλγέρι με τους πετσοκομμένους ζητιάνους που μορφαζαν με απαράμιλλη φρικαλεότητα, ο Αλμπέρ Καμί άρχισε να διαβάζει και να παίζει ποδόσφαιρο. Αμφότερες οι επιδόσεις του ήταν αξιομνημόνευτες και στα 17 του όταν εισήχθη στο πανεπιστήμιο του Αλγερίου για να σπουδάσει φιλοσοφία εξελίχθηκε παράλληλα στον «Αγιο Πέτρο που φύλαγε την πύλη της ποδοσφαιρικής ομάδας του Πανεπιστημίου», όπως γράφει στα «Χίλια Πρόσωπα του Ποδοσφαίρου» (link), ο Ουρουγουανός συγγραφέας, Εδουάρδο Γκαλεάνο.
Ο Καμί άρχισε να παίζει ποδόσφαιρο από την παιδική του ηλικία, ως τερματοφύλακας γιατί ήταν η θέση που χάλαγαν λιγότερο τα παπούτσια. Η αυστηρή γιαγιά του, με την τελειοθηρία Ιεροεξεταστή, ήλεγχε σχολαστικά τις σόλες των παπουτσιών του καθημερινά και όταν τις έβρισκε φθαρμένες ο Καμί ένιωθε την οργή της. Η αναπόδραστη μοίρα του λοιπόν βρισκόταν κάτω από τα γκολπόστ.
Το 1928 άρχισε να παίζει οργανωμένα. Στο εφηβικό τμήμα της ποδοσφαιρικής ομάδας που διατηρούσε το Πανεπιστήμιο του Αλγερίου ο Αλμπέρ Καμί ήταν ο βασικός τερματοφύλακας. Αποτέλεσε τον κύριο λόγο, που η «RUA» (Racing Universitaire Algerois) κατέκτησε το Πρωτάθλημα και το Κύπελλο της Βορείου Αφρικής. Το 1930, στα 17 του βρέθηκε σε ένα σταυροδρόμι και η φυματίωση από την οποία προσβλήθηκε έμελλε να επιλέξει τον δρόμο που θα ακολουθήσει.
Το θέατρο, το μέσο που εξηγεί τη ζωή και ο «διόλου υποδειγματικός άνθρωπος»Το τόσο εύθραυστο σώμα του Αλμπέρ Καμί αποδείχθηκε στα επόμενα χρόνια ότι έκρυβε μια πολύ δυναμική ψυχή. Μόνο που εκείνη την εποχή το σώμα του αποδείχθηκε πυξίδα ζωής του. Σε ηλικία 17 ετών εγκαταλείπει αμετάκλητα το ποδόσφαιρο. Η φυματίωση μπορεί να «σκόραρε» αλλά δεν θα διέγραφε τις αναμνήσεις που τον συντρόφευαν μέχρι να πεθάνει.
Κάποτε ο φίλος του Σαρλ Πονσέ τον ρώτησε, αναζητώντας την επιβεβαίωση αυτού που ήδη γνώριζε, αν προτιμούσε το «θέατρο ή το ποδόσφαιρο». Ο Καμί απάντησε ακαριαία. «Ποδόσφαιρο, χωρίς ενδοιασμό». Το ράγισμα για την απόσυρση του από την μπάλα το κρατούσε καλά κρυμμένο μέσα του.Συνήθιζε να προσεγγίζει το οικουμενικό αυτό φαινόμενο σαν ένα μέσο για να εξηγήσει τη ζωή. «Είναι ένα παιχνίδι που επιτρέπει καλύτερα από κάθε τι άλλο να καταλάβεις τον χαρακτήρα των ανθρώπων» υποστήριζε ο πάγιος εραστής του αθλήματος, που μετανάστευσε στο Παρίσι το 1940, εργαζόμενος ως γραμματέας σύνταξης στην εφημερίδα «Paris Soir». Παράλληλα δημοσίευε τον «Ξένο», τον «Μύθο του Σίσυφου» και γινόταν παγκοσμίως γνωστός για τις φιλοσοφικές του θέσεις. Ενας συγγραφέας διάστικτος από αντιθέσεις, ένας διόλου «υποδειγματικός άνθρωπος» όπως θα υποστηρίξει ο βιογράφος του Ολιβιέ Τοντ που «σε ωθεί να σκεφτείς».
Η πείσμονα αδυναμία του για τις όμορφες γυναίκες συμπορευόταν με το πάθος του για το γράψιμο και τις ατελείωτες συζητήσεις του για την ανθρώπινη φύση. Το 1957 ο Καμί θα λάβει το Νόμπελ Λογοτεχνίας για την «Πτώση», την καταβύθιση του στον σηπτικό κόσμο της υποκριτικής ηθικής και των επίπλαστων αξιών και το κάδρο του στην πινακοθήκη των ηρώων της Γαλλίας θα λάβει κεντρική θέση...
Τα διδακτικά χρόνια, η σοφία που δεν αποκτάται εύκολα και το ίχνοςΤα χρόνια που αγωνιζόταν ως τερματοφύλακας ήταν τα πιο διδακτικά για τον Καμί γιατί έκανε τις πρώτες του «βουτιές» στα αχανή βάθη της ανθρώπινης ύπαρξης.
«Στο ποδόσφαιρο έμαθα ότι η μπάλα ποτέ δεν πάει εκεί που την περιμένεις. Αυτό με βοήθησε πολύ στη ζωή, ιδίως στις μεγάλες πόλεις, όπου οι άνθρωποι δεν συνηθίζεται να είναι αυτό που λέμε ευθείς».Το 1950 ένα αθλητικό περιοδικό ζήτησε να καταγράψει τις αναμνήσεις του από την περίοδο που υπερασπίστηκε την εστία της ομάδας του Πανεπιστημίου του Αλγερίου.
Ο Καμύ είπε το περίφημο: «όλα όσα γνωρίζω γύρω από την ηθική και την ευθύνη, τα έχω μάθει από το ποδόσφαιρο», που μέχρι σήμερα έχει χρησιμοποιηθεί σε χιλιάδες κείμενα που αφορούν το άθλημα που λάτρεψε.
Ο Γκαλεάνο που θέλησε να φέρει τη λογοτεχνία κοντά στο ποδόσφαιρο αφιέρωσε ένα μικρό αλλά περιεκτικό κεφάλαιο στο βιβλίο του για την ενασχόληση του Καμί με το άθλημα. «Έμαθε χάρη στο ποδόσφαιρο να κερδίζει χωρίς να αισθάνεται Θεός και να χάνει χωρίς να αισθάνεται σκουπίδι - σοφία που δεν αποκτάται εύκολα-και έμαθε και μερικά μυστήρια της ανθρώπινης ψυχής, στους λαβύρινθους της οποίας έμαθε να κυκλοφορεί αργότερα κάνοντας επικίνδυνα ταξίδια μέσα από τα βιβλία του» έγραφε ο Ουρουγουανός συγγραφέας για τον Αλμπέρ Καμί που «χάθηκε» σαν σήμερα πριν από 50 χρόνια.
«Οι άνθρωποι όπως εγώ δεν φοβούνται τον θάνατο. Είναι ένα ατύχημα που τους δικαιώνει» έγραφε κάποτε ο Καμί, ο οποίος στις 4 Ιανουαρίου του 1960 συνταξίδευε με τον εκδότη και στενό του φίλο, Μισέλ Γκαλιμάρ σε ένα σπορ κουπέ, «Φασέλ Βεγκά» όταν το αυτοκίνητο, με υπερβολική ταχύτητα, παρέκκλινε από την πορεία του και προσέκρουσε σε ένα δένδρο.
Ο θάνατος του ήταν ακαριαίος αλλά το ίχνος που άφησε πίσω του διαρκές και ανεξίτηλο...
Πηγή: Εφημερίδα "Φως των Σπορ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου