Tο πρόσωπο του ποδοσφαίρου, παγκοσμίως, άλλαξε ριζικά, χωρίς
αμφιβολία, με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου τον Δεκέμβριο του 1995
επί της προσφυγής του Βέλγου ποδοσφαιριστή Ζαν Μαρκ Μποσμάν. Θυμίζω ότι τότε,
το δικαστήριο με την απόφαση του έκρινε πως το καθεστώς που ίσχυε για τα
συμβόλαια των επαγγελματιών ποδοσφαιριστών ήταν παράνομο.
Δηλαδή
παραβίαζε βασικές διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας και γι' αυτόν τον λόγο
έπρεπε να αλλάξει. Οι διατάξεις που παραβίαζε αφορούσαν τις δύο από τις
τέσσερις θεμελιώδεις ελευθερίες της Ε. Ε. Αυτή της ελεύθερης κυκλοφορίας
προσώπων και αυτή της ελεύθερης κυκλοφορίας υπηρεσιών. Οι άλλες δύο αφορούν
την ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων και προϊόντων στο εσωτερικό της Ε.Ε. Οι
τέσσερις αυτές ελευθερίες είναι κατοχυρωμένες στις συνθήκες της Ε.Ε., σαν να
λέμε στο «σύνταγμα» της Ένωσης. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο με την απόφαση του τον
Δεκέμβριο του 1995 δεν δημιούργησε κάποιον νέο νόμο, απλά έκρινε αν το καθεστώς
που επικρατούσε ήταν σύμφωνο με τις συνθήκες.
Επομένως
αυτό που σχηματικά ονομάζουμε «νόμο Μποσμάν» δεν είναι νόμος, αλλά μία
δικαστική απόφαση. Το ερώτημα είναι: αυτή η απόφαση μπορεί να αλλάξει; Είναι
εύκολο να αλλάξει επειδή ενδεχομένως το επιδιώκει ο Ρουμενίγκε που εκπροσωπεί
την ένωση των ευρωπαϊκών συλλόγων; Η απάντηση είναι ΟΧΙ. Για να αλλάξει το
καθεστώς που δημιουργήθηκε με την απόφαση Μποσμάν, πρέπει να αλλάξουν ή να
τροποποιηθούν οι συνθήκες.
Για να
συμβεί κάτι τέτοιο, χρειάζεται μια προετοιμασία 18-24 μηνών με αλλεπάλληλες διπλωματικές
συζητήσεις ανάμεσα στα 27 μέλη της Ε.Ε. προκειμένου να συμφωνηθούν ποια σημεία
των συνθηκών θα αλλάξουν και πώς θα τροποποιηθούν. Μετά θα συγκληθεί μία διακυβερνητική
διάσκεψη, ένα ευρωπαϊκό συμβούλιο κορυφής, ας πούμε, όπου θα πάρουν μέρος οι ηγέτες
των 27, θα συζητήσουν και θα συμφωνήσουν ΟΜΟΦΩΝΑ τις αλλαγές.
Η
διαδικασία, όμως, δεν τελειώνει εκεί. Η νέα και τροποποιημένη συνθήκη πρέπει να
εγκριθεί από το ευρωκοινοβούλιο και τα εθνικά κοινοβούλια, χώρια που σε κάποιες
χώρες αυτή η διαδικασία γίνεται με δημοψήφισμα. Αν έστω και μία χώρα δεν
επικυρώσει τη νέα τροποποιημένη συνθήκη, αυτή δεν ισχύει. Αλλά ακόμη και αν
όλα πάνε κατ' ευχήν, που λένε, θα χρειαστεί πάνω από ένας χρόνος -τουλάχιστον-
για να ισχύσει η νέα συνθήκη. Επομένως όσο και αν θέλει ο Ρουμενίγκε και η
Γερμανία να αλλάξει το καθεστώς που δημιούργησε η απόφαση Μποσμάν, αυτό δεν
είναι καθόλου εύκολο να συμβεί.
Εκείνο
που ο Ρουμενίγκε επιδιώκει, ως εκπρόσωπος των ευρωπαϊκών συλλόγων, είναι η αυστηροποίηση
κάποιων διατάξεων του financial fair play, ειδικά σε ότι αφορά το μέγεθος
του ρόστερ (για το οποίο έχουν ήδη αποφασίσει με δική τους πρωτοβουλία κάποιες
λίγκες) και το ζήτημα των μεταγραφών των νεαρών που συμπληρώνουν τα 18 τους
χρόνια.
Ο
Ρουμνίγκε επιδιώκει οι νεαροί που συμπληρώνουν το 18ο έτος της ηλικίας τους να
υπογράφουν, υποχρεωτικά, το πρώτο τους συμβόλαιο στην ομάδα στης οποίας τις
ακαδημίες αγωνίζονταν, εκτός αν μεταβούν για εργασία σε άλλη χώρα. Κάτι τέτοιο,
φυσικά, αντιβαίνει στην ελευθερία παροχής υπηρεσιών. Εκείνο που, νομίζω, ότι
επιδιώκεται είναι η δυνατότητα των ομάδων, που δεν έχουν την οικονομική
ευχέρεια να ανταγωνιστούν μεγάλους συλλόγους, να κρατήσουν τα ταλέντα τους.
Επίσης
είναι και μία προσπάθεια των Γερμανών να προστατεύσουν τη νέα γενιά των δικών
τους ταλαντούχων ποδοσφαιριστών, από τις ορέξεις και τα εκατομμύρια άλλων,
πλουσιότερων συλλόγων, αγγλικών, των δύο μεγάλων της Ισπανίας ή ρωσικών και
της Παρί. Αυτό, όμως, είναι τελείως διαφορετικό από την αλλαγή του θεσμικού
πλαισίου πάνω στο οποίο βασίσθηκε η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου τον
Δεκέμβριο του 1995.
Πηγή: Εφημερίδα «Sportday», Κυριακή 14 Νοεμβρίου 2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου